- συνεπιβλέπειν
- σύν-ἐπιβλέπωlook uponpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεπιβλέπω — ΝΜA επιβλέπω κάτι συγχρόνως με άλλον αρχ. 1. παρατηρώ κάτι συγχρόνως με κάποιον 2. μελετώ, εξετάζω επιπροσθέτως («ἐπιδεικνύντος μου σφαλλομένους τοὺς ἄνευ τοῡ συνεπιβλέπειν τὸ μέγεθος... ἀποφαινομένους τι», Γαλ.) … Dictionary of Greek